φρουρούμαι

φρουρούμαι
φρουρούμαι, φρουρήθηκα, φρουρημένος βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φρουροῦμαι — φρουρέω keep watch pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ …   Dictionary of Greek

  • ευφύλακτος — εὐφύλακτος, ον (Α) 1. αυτός που φυλάγεται ή φρουρείται εύκολα (α. «εὐφύλακτος ἡ καρδία» η καρδιά είναι καλά προφυλαγμένη, Αριστοτ. β. «εὐφυλακτότερον τὸ ὕδωρ τοῡ ἀέρος» το νερό συγκρατείται πιο εύκολα από τον αέρα, Αριστοτ.) 2. φρ. α) «εὐφύλακτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”